-
1 λεχος
- εος τό [λέγω I] тж. pl.1) ложе, кровать, постель Hom., Aesch., Soph.2) погребальное ложе, катафалк Hom.3) брачное ложеτὰ νυμφικὰ λέχη Soph. — супружеский покой
4) брачный союз, брак5) любовная связь(κρύφιον λ. Soph.)
6) pl. супруг(а)σὰ λέχεα Eur. — твоя супруга
7) гнездоκενῆς εὐνῆς λ. Soph. — опустевшее гнездо (птицы)
-
2 εξανεμοω
1) наполнять ветром, надуватьἐξηνεμώθην μωρίᾳ Eur. — я обезумел
2) превращать в ничто, расстраивать(Ἑλένης λέχη Ἀλεξάνδρῳ Eur.)
3) pass. приходить в возбужденное состояние(αἱ ἵπποι ἐξανεμοῦνται Arst.)
4) быть неспособным к деторождению(οὐ κυΐσκονται - sc. αἱ γυναῖκες - διὸ καὴ καλεῖται ἐξανεμοῦσθαι Arst.)
-
3 ευθυ
I(ῠ) adv.1) прямым путем, прямо, напрямик(Πύλονδε и ἐς Πύλον HH.; πρὸς τὰ νυμφικὰ λέχη Soph.)
εὐ. τέν ἐπὴ Βαβυλῶνος ἄγειν τινά Xen. — вести кого-л. прямо в Вавилон;ἥ εὐ. ὁδός Plat. — прямой путь2) против, наперекор(τοῦ δαιμονίου Plat.)
II(τῆς Φασήλιδος Thuc.; Ἐφέσου καὴ Ἰωνίας Plat.)
- έος τό досл. прямизна, перен. прямотаεἰς τὸ εὐ. Xen., Luc. — прямо;
τὸ εὐ. καὴ τὸ ἐλεύθερον Plat. — прямота и независимость;ἀπὸ и ἐκ τοῦ εὐθέος Thuc., κατ΄ εὐ. Arst. — напрямик, без обиняков -
4 θεοπονητος
-
5 ιεμαι
III(только praes. inf. ἵεσθαι, part. ἱέμενος и impf. ἱέμεν) стремиться, устремляться, спешить (ὡς τάχιστα ἐπὴ τὸ ἄκρον Xen.; πρὸς τὰ νυμφικὰ λέχη Soph.)
-
6 λυμαινομαι
1) подвергаться порче, портиться2) портить, ухудшать(τὰ ὄψα Xen.)
3) расстраивать, омрачать(τὸ μακάριον Arst.)
4) покрывать позором, позорить, бесчестить, осквернять(τὰ λέχη Eur.; τῷ νεκρῷ Her.; μειρακίοις Arph.)
τῇ ἑαυτοῦ δόξῃ λελυμασμένος Xen. — утратив(ший) свое доброе имя5) попирать, нарушать(νόμους Lys.)
6) разрушать, губитьὅσα μετ΄ ἐλπίδων λυμαίνεται Thuc. — (все), что разрушает надежды;
λ. τινι τέν πρᾶξιν Xen. — вредить чьим-л. действиям7) наносить обиды, обижать, притеснять(τινὰ λύμῃσι ἀνηκέστοισι Her.; τέν ἐκκλησίαν NT.)
8) наносить поражение, разбивать наголову(τέν ἵππον Her.)
μεθεστάναι καὴ λελυμάνθαι Dem. — окончательно погибнуть -
7 χραινω
(aor. ἔχρᾱνα, aor. pass. ἐχράνθην)1) досл. задевать, касаться, перен. окрашивать, мазать(χραινόμενος μέλιτι Anth.)
χ. ἢ ἀποχραίνειν Plat. — класть краски то гуще, то слабее;καπνῷ χραίνεται πόλισμ΄ ἅπαν Aesch. — весь город окутан дымом;πεδία χ. σταλαγμοῖς Aesch. — окроплять равнину;χεῖρα χραίνεσθαι φόνῳ Soph. — обагрять свои руки убийством2) марать, осквернять(λέχη τινός Soph., Eur.; μυχὸν μιάσματι Aesch.)
3) оскорблять(θεοὺς ἀνομίᾳ Eur.; θεῶν ὀνόματα Plat.)
См. также в других словарях:
Λέχη — Λέχης masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λέχη — λέχος couch neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) λέχος couch neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μορμόνοι — (Mormons). Οπαδοί μιας θρησκευτικής αίρεσης (περίπου 5.000.000 πιστοί στις ΗΠΑ), γνωστοί κυρίως γιατί αποίκισαν τη Γιούτα των ΗΠΑ και εφάρμοζαν επί αρκετές δεκαετίες την πολυγαμία. Το 1820 ο δεκαπενταετής Τζόζεφ Σμιθ, γιος ενός καλλιεργητή από το … Dictionary of Greek
LESCHAE — Gr. λέχαι, dicebantur Athenis conventicula et collocutiones frivolae, ad quas antiquitus Graeci otiosi convenire solebant, ut et ipsa loca, in quibus conveniebant. Etant autem ea plerumque tonstrinae, unde Κουριακὴ λαλιὰ prov. et inprimis… … Hofmann J. Lexicon universale
TABERNA — I. TABERNA oppid. Germaniae secundae triplex, Unum in Alsatia inferiori Zabern, simpliciter, vel Elsaszabern incolis, amplum, alias munitum, cum arce valida, nunc disiecta. Baudrand. de novo instauratur, A. C. 1675. Ad amnem Sorr, 4. leucis ab… … Hofmann J. Lexicon universale
ευθύς — εία, ύ (ΑΜ εὐθύς, εῑα, ύ, Α ιων. και επικ. τ. ἰθύς) 1. αυτός που έχει τη διεύθυνση τής ευθείας γραμμής, αυτός που δεν λυγίζει ούτε αλλάζει κατεύθυνση (α. «ευθύς οδός» β. «εὐθὺν δὲ πλόον καμάτων ἐκτὸς ἐόντα δίδοι», Πίνδ.) 2. (με ηθ. έννοια)… … Dictionary of Greek
κρεβάτι — Έπιπλο πάνω στο οποίο κοιμάται ή αναπαύεται κάποιος. Το κ. αποτελείται από ένα μεταλλικό ή ξύλινο πλαίσιο, στηριζόμενο συνήθως σε τέσσερα πόδια, στο οποίο προσαρμόζεται ένα πλέγμα (σούστα) –μεταλλικό κατά κύριο λόγο– που αποτελεί και τη βάση του… … Dictionary of Greek
μονόπεπλος — μονόπεπλος, ον (Α) αυτός που φορά μόνο τον πέπλο ή τον χιτώνα («λέχη δὲ φίλια μονόπεπλος λιποῡσα», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + πέπλος (< πέπλον), πρβλ. χρυσό πεπλος] … Dictionary of Greek
νυμφείος — νυμφεῑος, εία, ον, θηλ. και ος, επικ. τ. ουδ. νυμφήϊον (Α) 1. νυφικός, γαμήλιος («νυμφεῑα λέχη», Σιμων.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ νυμφεῑον, επικ. τ. νυμφήϊον νυφικός θάλαμος 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ νυμφεῑα, επικ. τ. νυμφήϊα α) γαμήλια τελετή,… … Dictionary of Greek
σεβίζω — Α [σέβας] 1. λατρεύω, τιμώ («εὐχαῑσι θεοὺς σεβίζουσ ἕξεις εὐαμερίαν», Ευρ.) 2. (με αιτ. ή γεν. τής αιτίας) θαυμάζω κάποιον για κάτι 3. αφοσιώνομαι σε κάποιον («καινὰ λέχη σεβίζω» αφοσιώνομαι στην νέα μου σύζυγο, Ευρ.) 4. (σχετικά με θάνατο ή… … Dictionary of Greek
χραίνω — ΜΑ μιαίνω, μολύνω, κυρίως από ηθική άποψη («λέχη δὲ τοῡ θανόντος ἐν χεροῑν ἐμαῑν χραίνω», Σοφ.) αρχ. 1. αγγίζω ελαφρά την επιφάνεια ενός αντικειμένου 2. χρωματίζω («γυναικὸς τέχνῃ ἐλέφαντα χραινούσης φοίνικι», Μάξ.) 3. αλείφω, επαλείφω («τῷ μὲν… … Dictionary of Greek