Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

(τὰ λέχη

См. также в других словарях:

  • Λέχη — Λέχης masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λέχη — λέχος couch neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) λέχος couch neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μορμόνοι — (Mormons). Οπαδοί μιας θρησκευτικής αίρεσης (περίπου 5.000.000 πιστοί στις ΗΠΑ), γνωστοί κυρίως γιατί αποίκισαν τη Γιούτα των ΗΠΑ και εφάρμοζαν επί αρκετές δεκαετίες την πολυγαμία. Το 1820 ο δεκαπενταετής Τζόζεφ Σμιθ, γιος ενός καλλιεργητή από το …   Dictionary of Greek

  • LESCHAE — Gr. λέχαι, dicebantur Athenis conventicula et collocutiones frivolae, ad quas antiquitus Graeci otiosi convenire solebant, ut et ipsa loca, in quibus conveniebant. Etant autem ea plerumque tonstrinae, unde Κουριακὴ λαλιὰ prov. et inprimis… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • TABERNA — I. TABERNA oppid. Germaniae secundae triplex, Unum in Alsatia inferiori Zabern, simpliciter, vel Elsaszabern incolis, amplum, alias munitum, cum arce valida, nunc disiecta. Baudrand. de novo instauratur, A. C. 1675. Ad amnem Sorr, 4. leucis ab… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ευθύς — εία, ύ (ΑΜ εὐθύς, εῑα, ύ, Α ιων. και επικ. τ. ἰθύς) 1. αυτός που έχει τη διεύθυνση τής ευθείας γραμμής, αυτός που δεν λυγίζει ούτε αλλάζει κατεύθυνση (α. «ευθύς οδός» β. «εὐθὺν δὲ πλόον καμάτων ἐκτὸς ἐόντα δίδοι», Πίνδ.) 2. (με ηθ. έννοια)… …   Dictionary of Greek

  • κρεβάτι — Έπιπλο πάνω στο οποίο κοιμάται ή αναπαύεται κάποιος. Το κ. αποτελείται από ένα μεταλλικό ή ξύλινο πλαίσιο, στηριζόμενο συνήθως σε τέσσερα πόδια, στο οποίο προσαρμόζεται ένα πλέγμα (σούστα) –μεταλλικό κατά κύριο λόγο– που αποτελεί και τη βάση του… …   Dictionary of Greek

  • μονόπεπλος — μονόπεπλος, ον (Α) αυτός που φορά μόνο τον πέπλο ή τον χιτώνα («λέχη δὲ φίλια μονόπεπλος λιποῡσα», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + πέπλος (< πέπλον), πρβλ. χρυσό πεπλος] …   Dictionary of Greek

  • νυμφείος — νυμφεῑος, εία, ον, θηλ. και ος, επικ. τ. ουδ. νυμφήϊον (Α) 1. νυφικός, γαμήλιος («νυμφεῑα λέχη», Σιμων.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ νυμφεῑον, επικ. τ. νυμφήϊον νυφικός θάλαμος 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ νυμφεῑα, επικ. τ. νυμφήϊα α) γαμήλια τελετή,… …   Dictionary of Greek

  • σεβίζω — Α [σέβας] 1. λατρεύω, τιμώ («εὐχαῑσι θεοὺς σεβίζουσ ἕξεις εὐαμερίαν», Ευρ.) 2. (με αιτ. ή γεν. τής αιτίας) θαυμάζω κάποιον για κάτι 3. αφοσιώνομαι σε κάποιον («καινὰ λέχη σεβίζω» αφοσιώνομαι στην νέα μου σύζυγο, Ευρ.) 4. (σχετικά με θάνατο ή… …   Dictionary of Greek

  • χραίνω — ΜΑ μιαίνω, μολύνω, κυρίως από ηθική άποψη («λέχη δὲ τοῡ θανόντος ἐν χεροῑν ἐμαῑν χραίνω», Σοφ.) αρχ. 1. αγγίζω ελαφρά την επιφάνεια ενός αντικειμένου 2. χρωματίζω («γυναικὸς τέχνῃ ἐλέφαντα χραινούσης φοίνικι», Μάξ.) 3. αλείφω, επαλείφω («τῷ μὲν… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»